- χριστέμπορος
- -ον, ΜΑεκκλ. αυτός που κερδίζει χρήματα εκμεταλλευόμενος το πρόσωπο τού Ιησού Χριστού και τη διδασκαλία του, χριστοκάπηλος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἔμπορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
χριστεμπορία — και χριστεμπορεία, ἡ, ΜΑ εκκλ. εκμετάλλευση τής διδασκαλίας τού Χριστού με σκοπό την απόκτηση χρημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χριστεμπορία < χριστέμπορος, ενώ ο τ. χριστεμπορεία πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χριστεμπορεύομαι] … Dictionary of Greek
ՔՐԻՍՏՈՍԱՇԱՀ — (ի, ից.) NBH 2 1016 Chronological Sequence: 5c ա. χριστέμπορος q.d. christi institor, qui christum et ejus doctrinam quaestui habet. Որ շահավաճառ համարի զքրիստոս, կամ ʼի մարմնաւոր շահ իւր վարէ զքրիստոսի խորհուրդս. *Մի՛ լիցուք քրիստոսավաճառք եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)